ἀγρίλλιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγρίλλιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγρίλλιˬαστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀγρίλλιˬαστους Σάμ. ἀγρίλλιˬαγος Πελοπν. (Κυνουρ.) ἀγρίλλιˬαος Πελοπν. (Βούρβουρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γριλλιˬαστὸς< γριλλιˬάζω. Διὰ τὴν ἀποβολὴν τοῦ γ ἐν τῷ τύπ. ἀγρίλλιˬαος πβ. καὶ ἀνέγγιˬαος ἐκ τοῦ ἀνέγγιˬαγος, δι᾿ ὃ ἰδ. ἄγγιˬαχτος.

Σημασιολογία

Ἄβραστος, ἄψητος, ἐπὶ κρέατος ἔνθ᾿ ἀν.: Μὰ τί, θὰ τὸ φάμε ἀγρίλλιˬαγο; Κυνουρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/