ἄγνωθος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγνωθος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄγνωθος ἐπίθ. Εὔβ. (Κάρυστ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων.) Πόντ. (Τραπ.) ἀνέγνωθος Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. γνώθω.

Σημασιολογία

1)Παθ. ὃν. δὲν γνωρίζει τις, ἄγνωστος Πελοπν. (Λακων.): Ἐμπῆκα σὲ μιˬὰ ἐκκλησιˬὰ ἄγνωθη. Συνών. ἀγνώριμος 2, ἄγνωρος Α2, ἄγνωστος Α1. 2)Ἐνεργ. αὐτὸς ποῦ δὲν γνώθει, ἀλόγιστος, ἀνόητος Εὔβ. (Κάρυστ.) Πόντ. (Τραπ.): Ὁ ἄγνωθον ἄνθρωπον λέει τὸν λόγον καὶ ᾿κ᾿ ἐγροικᾷ ποῦ θὰ πάῃ Τραπ. Συνών. ἄγνωμος 1, ἄγνωστος Β1. 3)Ἀμαθὴς Πελοπν. (Καλάβρυτ.): Καὶ τώρᾳ οἱ πλέον ἄγνωθοι ἀπὸ λόγου σας ἦρθαν καὶ ἐπροσκύνησαν εἰς τὸν ἀφέντη μας Καλάβρυτ. (ἐξ ἐγγράφου).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/