ἀγρίνιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγρίνιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγρίνιˬαστος ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἁγγρίνιˬαστος Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γρινιˬαστὸς<γρινιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν γρινιάζει, ὁ εὔκολος, ὁ ἀμεμψίμοιρος ἔνθ’ ἀν.: Μὰ πότε δὰ ἤσουν ἀγρίνιˬαστος κ’ ἤθελε νά ’σαι καὶ τώρᾳ; Ἀπύρανθ. 2) Ἐκεῖνος δι’ ὃν δὲν γρινιάζει, δὲν μεμψιμοιρεῖ τις Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.): Ἕνα κομμάτι ψωμὶ τρώω κιˬ αὐτὸ ὄχι ἀγρίνιˬαστο Ἀρκαδ. β) Ἐκεῖνος καθ’ ὃν δὲν μεμψιμοιρεῖ τις Παξ.: Δὲν περνάει μέρα ἀγγρίνιˬαστη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/