ἀγνωμιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγνωμιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγνωμιˬὰ ἡ, Ἤπ. – ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,84 ἀγνουμιˬὰ Μακεδ. (Ζουπάν. Σισάν.) ἀνεγνωμιˬὰ Ἤπ. Μακεδ. (Καστορ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγνωμος.
Σημασιολογία
1)Ἀνοησία, μωρία, ἀνόητος πρᾶξις ἔνθ᾿ ἀν.: Σχώρ᾿σέ τουν, ἔφτιξιν, ἔκαμι μιˬά ἀγνουμιˬὰ Ζουπάν.|| ᾎσμ. Ἀγάπη ποῦ ᾿χα κ᾿ ἔχασα ἀχ᾿ τὴν ἀνεγνωμιˬά μου τώρᾳ γυρίζω καὶ τηρῶ καὶ καίετ᾿ ἡ καρδιˬά μου Ἤπ. Συνών. ἀγνωσιˬὰ 1. 2)Ἀπορία, ἔκπληξις Ἤπ. || ᾎσμ. Κρυφοθιˬαμαίνομαι κ᾿ ἐγὼ | καὶ μ᾿ ἀγνωμιˬὰ ἀπομνέσκω ΚΚρυστάλλ. ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA