ἀγνώμιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγνώμιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγνώμιˬαστος ἐπίθ. Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γνωμιˬαστὸς < γνωμιˬάζω.

Σημασιολογία

Αὐτὸς ποῦ δὲν γνωμιάζει, ὁ μὴ εὐκόλως ὀργιζόμενος, εὔκολος, ἤπιος, πρᾷος. Ἀντίθ. γνωμιˬάρις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/