ἄγνωμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄγνωμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄγνωμος ἐπίθ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σκοπ.) Κρήτ. Μακεδ. (Κοζ.) Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ.) Σκόπ. Σῦρ. Τῆν. ἄγνουμους Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Μελέν. κ.ἀ.) ἀνέγνωμος Ἤπ. Πελοπν. (Λάστ.) – ΙΒηλαρ. Ποίημ. 76 ἀνέγνουμους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Καστορ. Κοζ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀγνώμων= ἄβουλος, ἀνόητος, ἂν μὴ νεώτ. ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. γνώμη. Τὸ παρ᾿ Ἡσυχ. «ἄγνωμον· ἀνόητον» καὶ τὸ παρὰ Λουκιαν. Ἰκαρ. 7 (758) ἄγνωμον δύναται νὰ εἶναι οὐδ. ἀμαρτ. τύπ. ἄγνωμος ἢ καὶ τοῦ ἀγνώμων, ὅπερ πιθανωτέραν. Ἰδ. Θησαυρ. ἐν λ. ἄγνωμος. Διὰ τὸ ἄγνωμος-ἀνέγνωμος ἰδ. ἀ- στερητ. 1 δ κἑξ.
Σημασιολογία
1)Ἀπερίσκεπτος, ἀσύνετος, ἀνόητος Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σαρεκκλ. Σκόπ.) Μακεδ. (Κοζ. Μελέν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Λάστ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σῦρ. Τῆν.: Τί ἀνέγνουμους ποῦ εἶσι, καηˬμένι! Ζαγόρ.|| Ποίημ. Ἐστοχάστηκε ἀρκετό του | γιὰ τ᾿ ἀνέγωνμο μυˬαλό του, ὅσο τότες εἶχε πάθει | ἀπ᾿ ἀτὸ του γιˬὰ νὰ μάθῃ ΙΒηλαρ. ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ἄγνωθος 2, ἄγνωστος Β1, ἀντίθ. γνωμικός, γνωστικός. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ξενοφ. Ἀπομνημ. 1,2,26 «νέω ὄντε αὐτώ, ἡνίκα καὶ ἀγνωμονεστάτω καὶ ἀκρατεστάτω εἰκὸς εἶναι, Σωκράτης παρέσχε σώφρονε» καὶ Λουκιαν. Ἰκαρ. 7 (758) «ἄγνωμον…καὶ παντελῶς τετυφωμένον, τὸ περὶ τῶν οὕτως ἀγήλων…ἀποφαίνεσθαι». β)Ὁ μήπω νοῶν, ἐπὶ παιδίου Στερελλ. (Αἰτωλ.) Πελοπν. (Λάστ.): Εἶνι μικρὸ κιˬ ἀνέγνουμου ἀκόμα Αἰτωλ. Ἀνέγνουμου πιδὶ ἀκόμα, τί νὰ σοῦ κάμῃ; αὐτόθ. || ᾎσμ. Κ᾿ ἤμουν μικρὸ κιˬ ἀνέγνωμο, μὲ φίλησαν τὸ δόλιˬο Λάστ. γ)Ὁ ἄνευ ἰδίας γνώμης, ἄνευ θελήσεως Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.):Πάντα μικρούλλα, παιδὶ σκολε͜ιοῦ, πάντα ἄγνωμη καὶ σκλάβα ᾿ς τὴ θέλησι τῆς μάννας. 2)Κακόγνωμος, κακότροπος, σκληρὸς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ.): Ἄγνωμος ἄνθρωπος ἔνι Ἄμισ. || ᾎσμ. Ἄλιθι, μύλι μ᾿, ἄλιθι μιˬᾶς ἄγνουμης κουρμάκι, νὰ κάμ᾿ς ἀλεύρι κόκκινου κὶ τὴν πασπάλη μαύρη Ἀδριανούπ. 3)Ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἀσταθής, εὐμετάβολος Κρήτ.: Εἶdα καιρὸ ἄγνωμο ποῦ κάμνει! Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA