ἀγριοβαλανιδεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοβαλανιδεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀγριοβαλανιδεˬὰ ἠ, ΠΓεννάδ. 257 Λεξ. Περίδ. Βυζ. ἀγριοβελανιδεˬὰ Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καρδαμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. βαλανιδεˬὰ.
Σημασιολογία
Διάφοροι δρύες θαμνώδεις ἢ δένδρα μεγάλα μὲ βαλάνους μικρὰς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν λεγομένην ἥμερην βαλαγιδεˬὰν (quercus aegilops) τὴν δίδουσαν καρπὸν μεγαλύτερον καὶ χρήσιμον εἰς τὴν βαφικὴν καὶ τὴν βυρσοδεψίαν, ἰδίᾳ δ’ ὅμως 1) Δρῦς ἡ μαλλωτὴ (quercus lanuginosa), τῆς ὁποίας κοινότεραι ποικιλίαι εἶναι αἱ querus lanuginose varia pinnatifida, quercus lanuginose varia brachyphylla, ἤτοι ἡ πλατύφυλλος δρῦς τοῦ Θεοφρ. ἢ φηγὸς φέρουσα τὰς ἐδωδίμους βαλάνους τὰς φηγοὺς ἔνθ’ ἀν. Συνών. γρανίτσα, δέντρο, ἡμεράδι. 2) Δρῦς ἡ κηρρὶς (quercus cerriw) ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἄγρια ἢ μικρὴ βαλανιδεˬὰ (ἰδ. βαλανιδεˬά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA