ἄγνωρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγνωρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄγνωρος ἐπίθ. Ἤπ. Κέρκ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Κρήτ. κ.ἀ.- ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 4 καὶ Καραβέλ. 139 ΛΜαβίλ. Ἔργα 139 ἀνέγνωρος Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (Λακων.) Χίος κ.ἀ. ἀνέγνουρους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. γνωρίζω ἢ τοῦ οὐσ. γνώρα. Ὁ τύπ. ἀνάγνωρος καὶ παρ᾿ Ἑλλαδ. Τὸ ἀνέγνωρος καὶ παρ᾿ Ἐρωτοκρ. Α στ. 1364 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)

Σημασιολογία

Α)Παθ. 1)Ὁ ἐξηλλοιωμένος τὴν ὄψιν, συνήθως ὑπὸ τοῦ χρόνου ἢ νόσου ἢ ἄλλης αἰτίας Κάρπ. Κρήτ. Κύπρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)- ΛΜαβίλ. ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀνέγνωρος ἐίνη Κάρπ. Γί᾿κι ἀνέγνουρους ἀπ᾿ τὰ βάσανα Αἰτωλ. Ἄγνωρα ρεποθέμελα ἀρχαίου ναοῦ (ρεποθέμελα=ἐρείπια) ΛΜαβίλ. ἔνθ᾿ ἀν.|| ᾌσμ. Κ᾿ εἰς τ᾿ ὄνειρον της τὴ θωρεῖ κ᾿ ὑπά᾿ καὶ τὴν εὑρίσκει ἀνέγνωρην κιˬ ἀσούσσουμην κόρην ἀποσυρμένην (ἀποσυρμένην=ἰσχνήν, καχεκτικὴν) Κάρπ. Αὐτὴ κρύα τ᾿ ἀνεγνώρη, τὰ μάτιˬα της τοιμοῦντο, ταὶ φαίνετον ὁ οὐρανὸς ταὶ τὰ πουλλιˬὰ λυποῦντο Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ παρ᾿ Ἐρωτοκρ. ἔνθ᾿ ἀν. «ὁ κύρις νὰ τήνε θωρῇ νά ᾿ν᾿ ἔτσ᾿ ἀποδομένη, | ἀσούσσουμη κι ἀνέγνωρη, χλομὴ καὶ μαραμμένη». Συνών. ἀγνώριμος 1. 2)Ὁ μὴ γνώριμος, ἄγνωστος Ἤπ. Κρήτ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) – ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 139: Ἀνέγνουρου μοῦ ᾿νι αὐτὸ Αἰτωλ. Ἀνέγνουρους ἄνθρουπους εἶνι αὐτὸς π᾿ μᾶς ἦρθι Αἰτωλ. Αὐτὸς ἔναι ἀνέγνωρό μου Λακων. Ἄγνωρους καὶ τρομεροὺς κόσμους ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾿ ἀν. || ᾎσμ. Μάννα, δὲν εἶναι ξένος μάιδε ἄγνωρος, μόν᾿ εἶν᾿ ἀφ᾿ τοὺς δικούς μας κιˬ ἀφ᾿ τὸν τόπο μας Καλάβρυτ. Μόνο ᾿ναι βοῦρκα καὶ πηλὰ κιˬ ἀνέγνωρες οἱ στράτες Κρήτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄγνωθος 1. β)Ἄγνωστος, ἀνεπίσημος Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Β)Ἐνεργ. 1)Ὁ ἀγνοῶν, ὁ μὴ γνωρίζων ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 4: Καὶ δῶσ᾿ του δρόμον εὔκολο καὶ βάδιζε μαζί μου σπλαχνιστικὸς γιˬὰ τοὺς γεωργοὺς τοὺς ἄγνωρους τῆς στράτας. 2)Ἀχάριστος Χίος: ᾎσμ. Καὶ πῶς ν᾿ ἀδε͜ιάσω τοῦτο τὸ γομάρι, ἀνέγνωρος νὰ μὴν φανῶ ᾿ς τὴν χάρι; Καὶ παρὰ Γύπαρ. Πρᾶξ. Α στ. 131 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 190). «᾿ς τὴ δούλεψι ἀνέγνωρη, κουφὴ ᾿ς τὰ παρακάλια κ᾿ εἰς τὴν περίσσα ἀπονιὰ κἀμμιά τση δὲν εἶν᾿ κάλλια».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/