ἄβριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄβριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄβριστος ἐπίθ. Κυκλ. Παξ. Πελοπν. (Ἄργ.) -Λεξ. Γαζ. (λ. ἀνεπηρέαστος).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βρίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ὑβρισθείς, ὁ μὴ ὑβριζόμενος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἔχει μιˬὰ γλῶσσα! δὲν ἀφίνει ἄνθρωπο ἄβριστο ποῦ νὰ μὴ τόνε βρίσῃ! Κυκλ.|| Παροιμ. Περισσότεροι βρισμένοι παρὰ ἄβριστοι (περισσοτέρους δυσαρεστεῖ τις ἢ εὐχαριστεῖ) Ἄργ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/