ἄγνωστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγνωστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄγνωστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.) ἄγνουστους βόρ. ἰδιώμ. ἄγνωστε Τσακων. ἀνάγνωστες Σκῦρ. ἀνέγνωστος Θρᾴκ. (Χατζηγ. Κισσ.) Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) ἀνήγνουστους Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. Σαμοθρ. ἄνωστος Καππ. (Σίλ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχαῖον ἐπίθ. ἄγνωστος. Ὁ ἀμάρτ. τύπ. ἀνήγνωστος παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Α)Παθ. 1)Ὁ μὴ γνωστός, ἄγνωστος, ἀγνώριστος κοιν.:Ἄγνωστος ἄνθρωπος. Αὐτὰ τὰ πράγματα ὣς τώρᾳ ἦταν ἄγνωστα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄγνωθος 1. β)Ὁ μὴ γνώριμος, ὁ μὴ κοινὸς Χίος:ᾎσμ. Πές μου σημάδιˬα ἄγνωστα καὶ νὰ σ᾿ ἀνοίξω νά ᾿μπῃς. 2)Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ. νεοφανές τι, ἀπροσδόκητον κακὸν Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Ὁπ᾿ νὰ σ᾿ ἔρδζῃ ἕνα ἄγνωστος! (ἀρὰ) Ἀραβάν. Νὰ σὲ παρ᾿ ἕνα ἄγνωστος αὐτόθ. Συνών. ἀκάτεχο (ἰδ. ἀκάτεχος), ξαφνικό. Β)Ἐνεργ. 1)Αὐτὸς ποῦ δὲν ἔχει γνῶσιν, ἀλόγιστος, ἀνόητος, μωρὸς Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Περίστασ. Σαρεκκλ. Χατζηγ.) Καππ. (Σινασσ. Σίλ.) Κρήτ. Κύθν. Μακεδ. (Μελέν.) Μῆλ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ.) Σκῦρ. – ΑΠαπαδιαμ. Τὰ μετὰ θάνατ. 5: Ντ᾿ ἄγνωστο γαρδέλλ᾿ ἔεις! (τί ἀνόητον παιδίον ἔχεις!) Ὄφ. Ἄγνωστος ἄθρωπος ἔν᾿ Τραπ. Αὐτὸ τό ᾿καμαν κἄτι ἀνέγνωστα παιδιˬὰ Λακων. Ἐγὼ καὶ τέτο͜ιον ἄγνωστον ἄνθρωπον δὲν εἶδα Σαρεκκλ. Αὐτὸς εἶναι ἄγνωστος, καθόλου δὲ συλλογε͜ιέται Βίθυν. Τόσο μικρὴ καὶ τόσο ἄκακη καὶ ἄγνωστη ἤμουν, κορίτσι δεκατριῶν χρονῶν ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ᾿ ἀν. || Γνωμ. Κἀμμιˬὰ φορὰ κιˬ ὁ ἄγνωστος φρόνιμη γνώμη δίνει Ἤπ. (πβ. ἀρχ. «πολλάκι τοι καὶ μωρὸς ἀνὴρ μάλα καίριον εἶπε». Ἰδ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,264). Ἐνεργ. ἤδη παρὰ Πινδάρ. Ὀλυμπ. 6,113 «φωνὰν ἀκούειν | ψευδέων ἄγνωστον». Παρ᾿ Ἡσυχ. ἐν λ. + ὀνοδέστεροι «ὀνωδέστεροι· ἄγνωστοι». Ἰδ. Κορ. Ἄτ. 2,10 καὶ παρὰ Συντίπ. 91 (ἔκδ. Teubner) «τὸν ἀμαθῆ καὶ ἀπαίδευτον ἄνθρωπον ἄγνωστον καὶ ἄφρονα…ὀνομάζειν πρέπει». Καὶ ἐν Ζήν. πρᾶξ. Β στ. 127 (ἔκδ. ΚΣάθα σ. 34) «σηκώνει ἡ τύχη τσ᾿ ἄμαθους τσ᾿ ἄγνωστους, πᾶσα ψεύτη | κι ὡσὰν τὴν μπάλα ὁ φρόνιμος σηκώνεται καὶ πέφτει». Καὶ παρ᾿ Ἐρωτοκρ. Δ 604 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ἐγὼ ἄγνωστο τόνε κρατῶ καὶ πελελὸς λογᾶται». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄγνωθος 2, ἀντίθ. γνωστικός. 2)Ἀδιάκριτος Πόντ. (ὄφ. Τραπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/