ἀγόγγυστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγόγγυστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγόγγυστος ἐπίθ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γογγυστὸς< γογγύζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος διὰ τὸν ὁποῖον δὲν γογγύζει τις: Τρώγω ψωμὶ ἀγόγγυστο (δὲν μοῦ τὸ ἀπογογγύζει κανείς, δὲν μοῦ τὸ ἀποχτυπᾷ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA