ἀγριοβλέπω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοβλέπω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγριοβλέπω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀγριογλέπω ΑΡουμελ. (Σωζόπ.) Παξ. κ.ἀ. ἀγριουβλέπου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄγρια καὶ τοῦ ρ. βλέπω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Προσβλέπω τινὰ βλοσυρῶς ἔνθ’ ἀν.: Μὲ ἀγριοεῖδε καὶ τρόμαξα Σαρεκκλ. || ᾎσμ. ’Κεῖνος δὲν παίρνει τὸ νερό, μόν’ τὴν ἀγριογλέπει Σωζόπ. Συνών. ἀγριοθωρῶ, ἀγριοκοιτάζω, ἀγριοξανοίγω, ἀγριοξεικάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/