ἀγονάτιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγονάτιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγονάτιστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀγουνάτ᾿γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. γονατιστὸς< γονατίζω.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ σταθεὶς ἐπὶ τῶν γονάτων, ὁ μὴ γονατίσας ἔνθ᾿ ἄν.:Ὁ δσκαλον ὁλουνοὺς ἐκατσεν ᾿ς σὰ γόνατα, ἐμὲν μονάχον ἐφῆκεν ἀγονάτιστον Τραπ. 2)Μεταφ. ὁ μὴ καμφθείς, ὁ μὴ ἐξαντληθεὶς ἠθικῶς, ὑλικῶς, ὑγιεινῶς κοιν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA