ἀγριοβότανο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοβότανο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριοβότανο τό, σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. βότανο.
Σημασιολογία
Ἀγριοβοτάνι, ὃ ἰδ.: Ποίημ. Τὰ δυˬὸ τὰ σταυραδέρφιˬα του τὸν ἐγιατρολογοῦσαν μὲ ρίζες, μ’ ἀγριˬοβότανα, μὲ σταυρωμούς, μὲ ξόρκιˬα ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,46. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Εὔβ. (Ἱστ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA