ἀγορασμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγορασμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγορασμὸς ὁ, Λεξ. Περίδ. ἀορασμὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀγορασμός. Πβ. ἀρχ. σταλαγμός, νεώτ. ἐρχομὸς κττ.
Παραθέματα αρχαίων συγγραφέων
Τὸ ν᾿ ἀγοράζῃ τις, ἀγορὰ, ὠνὴ ἔνθ᾿ ἀν.:Δὲν ἔχει ἀγορασμὸ (ἔχει ὑπέρογκον τιμὴν) Περίδ. || ᾎσμ. Πουλῶ τηνε τὴν ὄμορφη, μ᾿ ἀορασμὸ δὲν ἔχει, τό ᾿να τση ἀχείλη χίλιˬα ᾿χει, τὰ δυˬό τση τρεῖς χιλιˬάδες Ἀπύρανθ. Πβ. Π.Δ. (Παροιμ. 23,20) «μὴ ἴσθι οἰνοπότης, μηδὲ ἐκτείνου συμβολαῖς, κρεῶν τε ἀγορασμοῖς». Συνών. ἀγορά, ἀγοράσιμον, ἀγόρασμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA