ἀγοραστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγοραστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγοραστὴς ὁ, κοιν. ἀγουραστὴς βόρ. ἰδιώμ. Πληθ. ἀγοραστᾶδες Ἰκαρ. Κάλυμν.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀγοραστής. Τὸ θηλ. ἀγοράστρα ἐκ τοῦ μεταγν. ἐν παπύροις ἀγοράστρια καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἀγοράζων, ὁ ὠνούμενος κοιν.: Δὲ βρήκαμε ἀγοραστή. Ὅλοι πουλητὲς εἴμαστε, ἀγοραστὴς κἀνεὶς κοιν. || Φρ. Πουλητὴς κιˬ ἀγοραστὴς (εἶδος παιδιᾶς, καθ᾿ ἣν σκηνοθετεῖται ἀγορὰ καὶ πρᾶσις) Πελοπν. (Μαντίν.) || Παροιμ. Ἡ καμήλα ἕνα ἄσπρου κὶ δὲ βγαί᾿ ἀγουραστής, ἡ καμήλα χίλιˬα ἄσπρα κὶ παντοῦ ἀγουραστὴς (ἀπορίας οὔσης καὶ τὰ πολλοῦ ἄξια οὐδ᾿ εὐτελῆ τιμὴν εὑρίσκουν, τοὐναντίον δέ, εὐπορίας οὔσης, καὶ ἀγορασταὶ πολλοὶ ὑπάρχουν καὶ τιμὴ ὑπερβολικὴ προσφέρεται) Μακεδ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ξενοφ. Ἀπομν. 1,5,2 «διάκονον δὲ καὶ ἀγοραστὴν τοιοῦτον (δηλ. ἄνθρωπον ἀκρατῆ) ἐθελήσαμεν ἂν προῖκα λαβεῖν;» καὶ Πολυδ. 3,126 «ὁ γὰρ ἀγοραστὴς ἐπὶ τοῦ ὀψωνοῦντος τέτακται». 2)Ὁ συνήθως παρὰ τινος ἀγοράζων τὸν ἀναγκαῖον εἰς ἑαυτὸν σῖτον ὡς μὴ ἔχων αὐτὸν ἐκ τῶν ἰδίων κτημάτων, ὁ ἄπορος Κίμωλ. Πβ. ἀγοραστάρις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/