ἀγριογαρίφαλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριογαρίφαλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριογαρίφαλο τό, Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ἀγριογαρούφαλο Κέρκ. κ.ἀ. ἀγριογαρόφαλο Κέρκ. κ.ἀ. -Λεξ. Βυζ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. γαρίφαλο.

Σημασιολογία

1) Ἀγριολούλουδον τῆς τάξεως τῶν καρυοφυλλωδῶν (silenaceae), ὁ διόσανθος τοῦ Θεοφρ. (Ἱστ. φυτ. 8,1,1), διόσανθος ὁ δενδρώδης (dianthus arboreus) καὶ. διόσανθος ὁ ἄοσμος (dianthus inodorus) ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀγριομοσκοκάρφι, καρυόφυλλο. 2) Ἀγριολούλουδον τοῦ γένους τοῦ χιτῶνος (tunica) ΠΓεννάδ. 1034.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/