ἄβροχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄβροχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄβροχος ἐπίθ. (I) Ἀθῆν. Ἄνδρ. Εὔβ. (Χαλκ.) Κάρπ. Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βασαρ. Δημητσαν. Καλάβρυτ. Λακων. Μάν. Μεσσ. Πάτρ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) κ.ἀ. - ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. Ζωή 104 Λεξ. Περίδ. ἄβρουχους Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ. ἄβρεχος Ἤπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Μεγίστ. Παξ. Πελοπν. (Ἀχαΐα Βασαρ. Γορτυν. Λακων. Μάν. Σουδεν. κ.ἀ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Χαλδ. κ.ἀ.) Σῦρ. κ.ἀ. ἄβριχους Ἤπ. (Ἰωάνν.) Θρᾴκ. (Αἶν. Διδυμότ.) Μακεδ. (Κοζ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἄβρεχο Τσακων. ἄβραχος Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἀνάβρεχος Ρόδ. Σύμ. ἀνέβροχος Θήρ. ἀνέβρεχος Παξ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄβροχος. Περὶ τῶν τύπ. ἐκ τοῦ ἀνα- ἀνε- ἰδ. ἀ- στερητ. 1 δ. Τὸ ἄβρεχος κατ᾿ ἀναλογικ. ἐπίδρασιν τοῦ βρέχω, τὸ δὲ ἄβραχος κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἀορ. ἐβράχα.

Σημασιολογία

1)Παθ. ὁ μὴ βραχείς, ὁ μὴ ὑγρανθεὶς ἢ ὁ μὴ βρεχόμενος Ἤπ. (Ἰωάνν.) Θρᾴκ. (Διδυμότ.) Κάρπ. Κέρκ. Κρήτ. Μεγίστ. Παξ. Πελοπν. (Γορτυν. Λακων. Μάν. Σουδεν) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σῦρ. Τσακων. κ.ἀ. - ΚΠαλαμ. ἔνθ᾿ ἀν.: Ἄβροχο ᾿πόμεινε τὸ ψωμὶ Κρήτ. Παξιμάδι ἀνάβρεχο Ρόδ. Ἔβρεξε, ἄμα ἐγὼ ἄβρεχος εἶμαι (ἄμα=ἀλλὰ) Ὄφ. Ἄβρεχα εἶν᾿ τὰ λώματα (τὰ ἐνδύματα) Κοτύωρ. Ἄβροχα τὰ σπαρμένα δὲ γεωργεύου (δὲν εὐδοκιμοῦν) Κάρπ. Καρφὶ ἄβριχου (τὸ μὴ βυθισθὲν εἰς ὕδωρ ἐν καταστάσει πυρακτώσεως πρὸς χρῆσιν εἰς μαγικοὺς καταδέσμους. Πβ. Λαογρ. 8 <1921/5> 340) Διδυμότ. Ἄβροχη βοσκὴ (νομὴ φθινοπωρινὴ τρωγομένη ὑπὸ τῶν ζῴων πρὶν βραχῇ ὑπὸ βροχῆς) Μάν. Τὰ χωράφιˬα εἶναι ἄβρεχα φέτος, δὲν ἐκάναν γέννημα (δὲν ἐποτίσθησαν ὑπὸ βροχῆς) Σουδεν. Ἡ χρῆσις τοῦ ἐπίθ. ἐπὶ ἐδάφους μὴ ποτισθέντος ὑπὸ βροχῆς ἤδη ἀρχ. Πβ. Εὐριπ. Ἑλέν. 1484 «ἄβροχα πεδία».Ἄβριχου σταφύ᾿ κάν᾿ καλὸ κρασὶ Ἰωάνν.|| ᾎσμ. Κλάψετε, μάτιˬα μ᾿, κλάψετε, νὰ σύρετε ποτάμι, νὰ γένῃ λίμνη καὶ γιˬαλός, νὰ πάῃ ᾿ς τὸν κάτω κόσμο, νὰ βρέχουνται οἱ ἄβρεχοι, νὰ πιˬοῦν οἱ διψασμένοι (ἄβρεχοι καλοῦνται οἱ εὑρισκόμενοι ἐν τῷ ᾍδῃ ὡς διψῶντες) Ἤπ. –Ποίημ. Κ᾿ ἧρθα νὰ πάρω ἀπ᾿ τὸ δεντρί, νὰ κόψω ἀπ᾿ τὸ λουλούδι καὶ νὰ τὰ πάω ᾿ς τὴν ἄβροχη, ᾿ς τὴν ρημασμένη χώρα, ποῦ πείνασε γιὰ πράσινο καὶ δίψασε γιὰ δρόσος (ἄβροχη χώρα εἶναι ὁ ᾍδης) ΚΠαλαμ. ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ἄβρεχτος 1. β)Ἄπλυτος Ἤπ. Κερκ. Παξ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Σιντόνιˬα ἄβρεχα Ἤπ. Παννὶ ἄβρεχο Παξ.|| Συνεκδ. ἐπὶ τοῦ μετὰ σπουδῆς φεύγοντος: Φρ. Τὰ παίρνει ἄβρεχα (φεύγει δρομαίως) Κέρκ. (Συνών. φρ. τὰ παίρνει πλυμένα κι ἄπλυτα). Ἔφ᾿γι ἄβριχους (ἐτράπη εἰς φυγὴν) Αἰτωλ. Ἦρθι-πῆγι ἄβριχους (πνευστιῶν, χωρὶς νὰ σταθῇ που) αὐτόθ. 2)Μεταφ. ἀβάπτιστος Παξ.: Ἔχουνε τὸ παιδὶ ἄβρεχο ἀκόμα, θέλουνε καὶ νὰ τὸ βρέξουνε. Συνών. ἄβρεχτος 2. 3)Ἐνεργ. ὁ ἄνευ βροχῆς, ὁ μὴ ἔχων βροχήν, ὁ μὴ βρέχων, ἐπὶ καιροῦ νέφους, ὡρῶν τοῦ ἔτους κττ. Ἀθῆν. Ἄνδρ. Εὔβ. (Χαλκ.) Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Κοζ. κ.ἀ.) Μεγίστ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ἀχαΐα Βασαρ. Δημητσάν. Καλάβρυτ. Λακων. Μεσσ. Πάτρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σύμ. κ.ἀ: Ὁ Μάρτις πέρασε ἄβροχος Λακων. Τὸ καλοκαίρι πῆγε ἄβροχο Βασαρ. Ἄβριχους ᾿μῶνας Αἰτωλ. Ἄβριχους πέρασι οὑ κιρὸς φέτου ἀυτόθ. Καιρὸς ἀνάβρεχος Σύμ. Νοτιˬὰ ἀνάβρεχη ἀυτόθ.|| Γνωμ. Τὴ Γέννησι τὴν ἄβρεχη, τὰ Φῶτα χιˬονισμένα καὶ τὴ Λαμπρὴ βρεχούμενη, τὰ πάντα ᾿φτυχισμένα (παρατηρεῖται εὐφορία τῆς γῆς, ἄν δὲν βρέξῃ τὰ Χριστούγεννα καὶ τὰ Φῶτα, βρέξῃ δὲ τοὐμαντίον τὸ Πάσχα) Πελοπν. Μάις ἄβροχος, χρονιˬὰ εὐτυχισμένη (ἄν δὲν βρέξῃ τὸν Μάιον, εὐδοκιμοῦν οἱ δημητριακοὶ καρποὶ) Πάτρ. Αὔγουστος ἄβροχος, μοῦστος ἄμετρος (ἡ κατ᾿ Αὔγουστον ἀνομβρία εἶναι ὠφέλιμος εἰς τὰς ἀμπέλους καὶ συντελεῖ εἰς τὴν αὔξησιν τῆς παραγωγῆς τοῦ οἴνου) Ἀρκαδ. Χαλκ. ᾿Σ τοὺν ἄβριχου τοὺν κιρὸ καλό ᾿νι κὶ τοὺ χαλάζ᾿ (ὀφείλει τις νὰ ἀρκῆται εἰς τὸ πενιχρὸν καὶ ὀλίγον, ὅταν δὲν εὑρίσκῃ καλύτερον καὶ περισσότερον. Πβ. ἀβροχιˬὰ) Κοζ.|| Συνεκδ. ἐπὶ τοῦ σφόδρα καὶ φιλαργύρου Μεγίστ.: Φρ. Ἄβρεχο σύννεφο εἶναι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/