ἀγοροπωλησία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγοροπωλησία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγοροπωλησία ἡ, λόγ. κοιν. ἀγοροπουλησιˬὰ Παξ. ἀγοροπυλησία Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. ἀγοραπωλησία Ἀθῆν.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀγορὰ καὶ πώλησις.
Σημασιολογία
Ἡ πρᾶξις τοῦ ἀγοράζειν καὶ πωλεῖν ἔνθ᾿ ἀν.: Τοῦ ᾿καμε ἀγοροπουλησιˬὰ τὸ χωράφι του (τοῦ ἐπώλησε τὸν ἀγρόν του) Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA