ἀβρωνιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβρωνιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀβρωνιˬάζω Νάξ. (Κορων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβρωνιˬά.

Σημασιολογία

Πηγνύω ἐις τὴν γῆν λεπτὰ ξύλα παρὰ τὴν ρίζαν τῶν φασηόλων διὰ νὰ περιελίσσωνται ταῦτα: Ἀβρωνιˬάζω τὰ φασόλιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/