ἀγριογέτιμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριογέτιμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριογέτιμο τό, ἀμάρτ. ἀγρογέτιμο Πόντ. (Κοτύωρ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. γετίμιν.

Σημασιολογία

1) Τὸ παντελῶς ὀρφανὸν παιδίον. Συνών. πεντάρφανο. 2) Τὸ παιδίον, τοῦ ὁποίου οἱ γονεῖς εἶναι ἄγνωστοι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/