ἀγουλονάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγουλονάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγουλονάρι τό, Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

Χόρτον ἄγριον, εὐφόρβιον τὸ γεραρδιανὸν (euphorbia gerardiana) τῆς τάξεως τῶν εὐφορβιαδῶν (euphorbiaceae), πιθανῶς τῆς ἀρχαίας οἰκογενείας τῶν τιθυμάλων. Συνών. ἀγουλοναρεˬά, γαλατσίδα, γαλατσιδόχορτο. Ἰδ. ΘΧελδράιχ. 82.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/