ἀδε͜ιανάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδε͜ιανάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀδε͜ιανάδα ἡ, Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπίθ. ἀδε͜ιανός.
Σημασιολογία
1) Σχολὴ εὐκαιρία: Θαρεῖς πῶς ἔχω τὴν ἀδε͜ιανάδα σου; Συνών. ἰδ ἐν λ. ἄδε͜ια 3. 2) Κενὸς χῶρος: ’Σ τὴ μέσα bάdα τοῦ φούρνου εἶν᾿ ἀδε͜ιανάδα γιˬὰ δυˬὸ ψωμιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA