ἀγριογούρουνο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριογούρουνο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριογούρουνο τό, ἀγριογουρούνι πολλαχ. ἀγριˬογρούνι Πελοπν. (Μάν.) ἀγριογούρουνο σύνηθ. ἀγριγιˬογούνο Κρήτ. ἀγριˬόγουρ’νο Μακεδ. (Βογατσ.) ἀγριουγούρουνου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀγριˬόγρουνου Θεσσ. ἀγριόdgζιˬουνου Θρᾴκ. ἀγριγούρ’νου Μακεδ. (Βελβ.) ἀγρέγουρ’νου Μακεδ. (Βελβ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. γουρούνι. Ὁ τύπ. ἀγριογούρουνο καὶ. παρὰ Γερμ.
Σημασιολογία
Ἀγριόχοιρος, σῦς ὁ Εὐρωπαϊκὸς (sus Europaeus) ἔνθ’ ἀν.: Θὰ πάμι γι’ ἀγριουγούρουνα (πρὸς ἄγραν ἀγριοχοίρων) Ζαγόρ. || Παροιμ. Τὸ καλὸ τ’ ἀπίδι τὸ τρώει τ’ ἀγριογούρουνο (ἐπὶ τῶν τυχηρῶν, οἱ ὁποῖοι ἀκόπως καρποῦνται τὰ καλύτερα) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μεταφ. ἐπὶ εὐτελοῦς ἀνθρώπου πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA