ἀγριόδεντρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριόδεντρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγριόδεντρο τό, σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. δέντρο.

Σημασιολογία

1) Αὐτοφυὲς δένδρον, ὀζωδέστερον, μὲ καρποὺς καὶ φύλλα μικρότερα καὶ. ξύλον πυκνότερον καὶ συμπαγέστερον, εἰδικώτερον δὲ ἡ ἀγριωτέρα μορφὴ ἀγρίου δένδρου καὶ δένδρον ἄγριον ἢ ἥμερον μὴ δίδον καρπὸν ἐδώδιμον ἢ ἄλλως χρήσιμον σύνηθ. (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 26 <1914> Λεξικογρ. Ἀρχ. 63 καὶ 30 <1919> Λεξικογρ. ἀρχ. 75). 2) Βότανον τοῦ γένους τοῦ γλαυκίου (glaucium) τῆς τάξεως τῶν μηκωνωδῶν (papaveraceae), γλαύκιον τὸ ξανθὸν (glaucium flavum), ἡ τῶν ἀρχαίων μήκων κερατῖτις ἐνιαχ. Συνών. ἀγριοφασουλεˬά, γιˬαλοπίκρα, μαγιˬασιλόχορτο. β) Γλαύκιον τὸ λειόκαρπον (glaucium leiocarpum) Θήρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/