ἀγριόδυˬοσμος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριόδυˬοσμος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγριόδυˬοσμος ὁ, ἐνιαχ. ἀγριοδυˬόσμος Ἀθῆν. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ἀγριουδυˬόσμους Στερελλ. (Παρνασσ.) ἀγριˬόγυˬοσμος Σύμ. ἀγριόδυˬασμος Πελοπν. (Μάν.) ἀγριαδυˬάσμους Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. δυˬόσμος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν ἄγριος ἡδύοσμος τοῦ γένους τοῦ ἡδυόσμου (mentha) τῆς τάξεως τῶν χειλανθῶν (labiatae). ᾽Ιδ. θΧελδράιχ. 73 καὶ 74 ΠΓενναδ. 409 1) Ἡδύοσμος ὁ ἄγριος ἢ μακρόφυλλος (menthe silvestris) ἐνιαχ. Συνών. ἀγριοβάλσαμο 1, δυόσμος, καλαμήθρα. 2) Ἡδύοσμος ὁ μακρόφυλλος ποικιλία siberi (menthe rotundiveria siberi) ἐνιαχ. Συνών. ἀγριορίγανη, δυˬόσμος. 3) Ἡδύοσμος ὁ στρογγυλόφυλλος (menthe rotundifolia) ΘΧελδράιχ 73. Συνών. δυόσμος. 4) Ἡδύοσμος ὁ κομψὸς (menthe gentilis) ΘΧελδράιχ 74. Συνών. δυˬόσμος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA