ἀδε͜ιοκέφαλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδε͜ιοκέφαλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδε͜ιοκέφαλος ἐπίθ. Ἤπ. (Δρόβιαν. κ.ἀ.) ἀδε͜ιουκέφαλους Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄδειος καὶ τοῦ οὐσ. κεφάλι.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων κενὸν κεφάλι, ἀνόητος, μωρὸς ἔνθ᾿ ἀν.: Αὐτὸ τοὺ πιδὶ εἶνι ἀδε͜ιουκέφαλου Ἤπ. Ξέρ’ς τί ἀδε͜ιουκέφαλους εἶνι! Χουλιαρ. 2) Τὸ οὐδ. ἀδε͜ιουκέφαλου οὐσ., ἄδειο, ἀνόητο κεφάλι Ἤπ. (Χουλιαρ.): Ἀδε͜ιουκέφαλου τ᾿ διˬαβόλ’!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/