ἄδειος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄδειος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄδειος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἁ.) ἄδειε Τσακων. ἄδε͜ιος συνηθ. ἄδε͜ιους βόρ. ἰδιώμ. ἄδντζος Κῶς ἄτζος Κάλυμν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀδε͜ιάζω ὑποχωρητικῶς. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀκνα͜ιάζω-ἄκνα͜ιος, ἄραχνιˬάζω-ἄραχνος. Ἰδ ΓΧατζιδ. Ἀκαδ. Ἀναγν. 3, 164. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ σχολάζων, ἀργός, εὔκαιρος συνήθ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ): Εἶσαι ἄδειος νὰ ’ρθῇς αὔριο ’ς τὴ δουλε͜ιά μου; -Δὲν εἶμαι ἄδειος, κἀμμιˬὰ ἄλλη μέρα σύνηθ. Δὲν τὀν ηὗρε ἄδε͜ιο Θρᾴκ. (Καλαμίτσ.) Ἄδειος γυρίζ’ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ‖ Παροιμ. Ἄδε͜ιους ἄνθρουπους παρ᾿γουριˬὰ τῆς χώρας (ὁ ἄεργος ἄνθρωπος ἐνίοτε εἴναι χρήσιμος εἰς τοὺς γείτονας ἐκτελῶν διαφόρους παραγγελίας αὐτῶν) Θεσσ. (Καρδίτσ.) Ἄδε͜ιους κὶ καθούμινους τά ᾽σπαϊ κὶ τά ᾿ραβι (ἐπὶ ἀργοσχόλου) ΓΣτερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. ἀδε͜ιανὸς 1, *ἀδε͜ιασάρις, *ἀδε͜ιασερός, ἀδε͜ιᾶτος 1, εὔκαιρος. 2) Κενὸς κοιν. καί Πόντ. (Κερασ.): Καλάθι-σπίτι ἄδε͜ιο. Στάμνα ἄδε͜ια κοιν. || Φρ. Τὸν ἔστειλα μὲ τὸ σακκούλλι ἄδε͜ιο (τὸν ἀπέπεμψα ἄπρακτον) Ἤπ. Ἦλθε μὲ χέριˬα ἄδεια (ἀρχ. «κεναῖς χερσίν»). Κεφάλι ἄδε͜ιο (ἐπὶ μωροῦ) σύνηθ. Ἄδε͜ια λόγιˬα (ἀνόητα, κοῦφα) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) (πβ. συνών. φρ. λόγιˬα τῆς καραβάνας). Ἄδε͜ιο τὸ ᾿πάνω πάτωμα (ἐπὶ ἀνοήτου) ΝΠολίτ. Παροιμ. 1, 297. ‖ Παροιμ. Κάλλιˬο ἄδε͜ιο τὸ μαντρί, πέρι χίλιˬοι λύκοι μέσα (προτιμότερον νὰ μὴ ἔχῃ τις κτήματα, ἂν διὰ τὴν συντήρησιν αὐτῶν εἶναι ἠναγκασμένος νὰ περιπλακῇ εἰς ἔριδας καὶ νὰ ὑφίσταται μυρίας ταλαιπωρίας) Ἀθῆν. Μ’ ἄδεια χέριˬα πάει ᾿ς τὸ μοναστήρι ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 2 150, 1. Ἀδε͜ιις κανάτις, πουρδὲς γιμᾶτις (ἐπὶ φλυάρων) Μακεδ. (Βέρρ.) Ἀρχοντιˬὰ κ’ οἱ λάμπες ἄδε͜ιες (ἐπὶ τῶν ὑψηλοφρονούντων, ἀλλὰ στερουμένων καὶ τοῦ ἐπιουσίου ἄρτου) Ἤπ. Ἄδε͜ια κοιλιˬὰ τραούδιˬα ᾽ὲν ἠξέρει (ὁ πεινασμένος δὲν ἠμπορεῖ νὰ εὐθυμῇ) Κάρπ. Γνωμ. Ὁ φτωχὸς ἄντρωπος καὶ τ᾿ ἄδειο σακκὶ δὲν ἔχουν ὑπόληψι Πελοπν. (Μάν.) Συνών. ἀγέμωτος, ἀδε͜ιανὸς 2, ἀδε͜ιᾶτος 2, εὔκαιρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA