ἀγουρίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγουρίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγουρίδα ἡ, ἀγωρίδα Ἰων. (Σμύρν.) – ΑἘφταλ. Μαζώχτρα 150 ἀγουρίδα Εὔβ. (Κάρυστ. Κύμ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Κομοτ. Σαρεκκλ. Σηλυβρ.) Μακεδ. Μέγαρ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Καλάμ. Κόρινθ. Μεσσ. κ.ἀ.) Προπ. (Κύζ.) Σάμ. Σύμ. ἀγ᾿ρίδα Ἤπ. Β.Εὔβ. Θεσσ. (Ζαγορ. κ.ἀ.) Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) ἀγγουρίδα Ἰκαρ. Λυκ. (Λιβυσσ.) ἀgουρίδα Ἄνδρ. Θήρ. Κρήτ. Λέσβ. Μόλυβ.) ἀκουρίδα Λέσβ. ἀουρίδα Μεγίστ. Νἀξ. (Γαλανάδ.) ἀουρία Κάρπ. ἀγουρήθρα Τσακων. άγουδούρα Σίκιν. ᾿γ᾿ρούδα Ἤπ. ἀγουίδα Σαμοθρ. ἀβρίρα Καππ. (Ἀραβάν.)
Ετυμολογία
Ὡς ἐξ ἀρχ. οὐσ. *ἀωρίς. Κατὰ KFoy ἐν Bezzenb. Beitr 12,62 κἑξ. ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄωρος. Ὁ τύπ. ἀγγουρίδα κατ᾿ ἐπίδρασιν τῆς λ. ἀγγούρι κατὰ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,435. Ὁ τύπ. ᾿γ᾿ρούδα ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀγουρούδα. Ὁμοίως ἐκ τοῦ ἀγουρούδα ὁ τύπ. ἀγουδούρα κατ᾿ ἀμοιβαίαν ἐναλλαγὴν τῶν φθόγγ. ρ καὶ δ. Ὁ τύπ. ἀγουρήθρα κατὰ τὰ ἄλλα εἰς =ήθρα ὀν. Ὁ τύπ. ἀγγουρίδα καὶ παρὰ Δουκ., ὁ δὲ τύπ. ἀκουρίδα καὶ παρὰ Γύπαρ. Πρᾶξ. Γ στ.191 (ἔκδ. ΚΣάθα σ.231).
Σημασιολογία
1)Ἡ νέα καὶ ἄωρος σταφυλή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄνθος ἔτι καὶ πρὸς τὴν ὥριμον, ἄρχ. ὄμφαξ ἔνθ᾿ ἀν.: Κόψε δυˬὸ ἀγουρίδες νὰ βάλωμου ᾿ς τ᾿ ἀβγὰ Παξ. Ἐνὴ, μὴν τρώς ἀγουρίδες, θὰ μουδιˬάσουν τὰ δόdιˬα σου! Μέγαρ. Φα᾿κι τσ᾿ ἀγ᾿ρίδις στάχτ᾿ (στάχτ᾿=νόσημά τι) Αἰτωλ. Τὰ σταυρωτὰ εἶναι ἀgουρίδες (δὲν ὡρίμασαν ἀκόμη) Ἄνδρ. || Παροιμ. Ἀγάληˬα ἀγάληˬα γίνεται ἡ ἀγουρίδα μέλι (πᾶν ἔργον ἀπαιτεῖ χρόνον ἵνα συντελεσθῇ. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,138) πολλαχ. Ὁ γονεˬὸς τρώει τὴν ἀγουρίδα καὶ τὸ παιδὶ ξινίτζεται (ὅτι ἁμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα) Σίφν. Οἱ γονεῖς τρώνε τσ᾿ ἀουρίδες καὶ τὰ παιδιˬὰ μουδιˬάζουνε (συνών. τῇ προηγουμένῃ. Πβ. Π.Δ. Ἱερ. 38,29 «οἱ πατέρες ἔφαγον ὄμφακα καὶ οἱ ὀδόντες τῶν τέκνων ᾑμωδίασαν») Νάξ. (Γαλανάδ.) ||ᾌσμ. Ἂν μὲ κάκιˬωσες, πουλλί μου, ἀγουρίδα ᾿χει πολλή, νὰ τὴν κοπανίσω θέλω νὰ σὲ δώσω τὸ ζουμῖ Σηλυβρ. Σὰν ἐβγοῦν οἱ ἀουρίες | τρώει πέντε κουφινίες Κάρπ. Θυμᾶσαι ποῦ σὲ φίλησα ᾿ς τ᾿ ἀμπέλι, ᾿ς τὴ σταφίδα, κ᾿ ἐβάλαμε καὶ μάρτυρα ἕνα τσαμπὶ ἀγωρίδα; Σμύρν. Συνών. ἀγουρίδα. β) Στάδιον πεπάνσεως τῆς σταφυλῆς Εὔβ. (Κύμ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.): Θε͜ιάφισμα ᾿ς τὴν ἀγουρίδα- ᾿ς τὸν ἀθὸ Κύμ. Τὸ θε͜ιάφισμα γίνεται ᾿ς τὴν ἀγ᾿ρίδα Καλοσκοπ. γ)Ὁ χυμὸς τῆς ἀώρου σταφυλῆς Θεσσ. (Ζαγορ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάμ.) κ.ἀ.: Χτύπησα τ᾿ ἀβγὰ μ᾿ ἀγουρίδα Ἀρκαδ. Ἀγουρίδα ᾿ς τὰ μάτιˬα σου! (ὕβρις ὡς δεινὴ τιμωρία. Πβ. ἄγνα ᾿ς τὰ μάτιˬα σου!) Ζαγορ. || ᾎσμ. ᾿Σ τὴν ἡμέρα μου δὲν εἶδα | σκορδαλιˬὰ μὲ ἀγουρίδα Ἀρκαδ. Συνεκδ. χαρακτηρισμὸς παντὸς ὀξίνου Πελοπν. (Καλάμ.): Ἔγινε τὸ ψωμὶ ἀγουρίδα. 2)Πᾶς ἄωρος καρπὸς Κρήτ. Μέγαρ. Παξ. Σάμ. κ.ἀ.: Ἐφτάκαμου κἄτι σῦκα ἀγουρίδες Παξ. || Φρ. Ἔχεσ᾿ ἀγουρίδα (ἐπὶ φόβου μεγάλου κινδύνου, οἱονεὶ πρωίμως καὶ οὐχὶ φυσιολογικῶς) Σάμ. Μὲ πάει ἀγουρίδα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) ἀγν. τόπ. Καὶ μεταφ. ὁ μήπω ὡριμάσας νεανίας ἢ νεᾶνις Ἤπ. Εἶν᾿ ἀγ᾿ρίδα αὐτὸς ἀκόμα, δὲν τὄρθαν τὰ μυˬαλά. Πβ. ἀρχ. ὄμφαξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA