ἄβυσσο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄβυσσο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἄβυσσο ἡ, Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ζάκ. Ἤπ. Πελοπν. (Λακων.) Ρόδ. Σίφν. Σῦρ. κ.ἀ. -ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ2 160 ἄβυσσα Ρόδ. ἄυσσα Ρόδ. ἄδυσσο Παξ. ἄβυσσος ὁ, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν. (Κορινθ. Λακων. Τρίκκ.) Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. ἄφ᾿σσους Β.Εὔβ. ἄυσσος Ρόδ. ἄδυσσος Παξ. ἀβύσσο Ἀπουλ. (Καλημ.) ἄβυσσε Τσακων. ἄδυσσε Τσακων. ἄσσ᾿βος ΑΠαπαδιαμ. Πασχαλ. διηγ. 82 Πληθ. ἄβυσσα τά, Ρόδ. Σίφν.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄβυσσος, ὅπερ ὡς οὐσ. ἤδη μεταγν. Ὁ τύπ. ἄσσ᾿βος ἐκ τοῦ ἀμάρτ. ἄσσυβος, ὅπερ ἐγεννήθη κατὰ μετάθ. φθόγγ. Τὸ ἀρσ. ἄβυσσος καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1)Ὕδατα πολλὰ θαλάσσης, λίμνης, φρέατος κττ. ἔχοντα βάθος πολὺ Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ἤπ. Κρήτ. Κύθηρ. Παξ. Πελοπν. (Κορινθ. Λακων. Τρίκκ) Ρόδ. Σίφν. Σύμ. Σῦρ. Τσακων. κ.ἀ. -ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ᾿ ἄν.: ᾎσμ. Θάλασσα, ποῦ ᾿ν᾿ οἱ ἄντρες μας καὶ ποῦ ᾿ναι οἱ καλοί μας; -Τί νὰ σᾶς πῶ, καηˬμένες μου, τὰ μαῦρα τὰ μαντᾶτα; Οἱ ἄντρες σας ἐπνίγηκαν ᾿ς τὴν ἄβυσσό μου κάτω Ἤπ.|| Συνεκδ. ἐπὶ πλησμονῆς: Φρ. Σὰν τὴν ἄβυσσο τῆς θάλασσας Ἤπ. Ἄτου μέσα ᾿ναιν ἄβυσσος μεάλος Σύμ. Ἔπιˬε τὴν ἄβυσσο (κατὰ κόρον) Ἤπ. Θέλει νὰ φάῃ τὴν ἄβυσσο (ὑπερβολικῶς) Λακων. Τρώει ἕναν ἄδυσσο Παξ. (Συνών. φρ. ἤπιˬε τὴν ποταμοθάλασσα, τρώει τὸν περίδρομο, ἔφαε ἕναν ἀβλέμονα-ἕνα περίδρομο-ἕναν ᾍδη). Κρασὶ-νερὸ-χρήματα ἄβυσσος Λακων. Τί ἄβυσσος ποῦ ᾿ναι! (ἐπὶ παντὸς πράγματος ὑπάρχοντος ἐν πλησμονῇ) Κύθηρ. Ἤκαμε πεπόνιˬα τὴν ἄβυσσο Σῦρ. Τὰ σταφύλιˬα εἶναι ἄβυσσος Κρήτ. Ἔγινε τὸ λᾴδι ἄβυσσο Αὐλωνάρ. Ἔχει γρόσα ἄβυσσο (εἶναι πλουσιώτατος. γρόσα=γρόσια,χρήματα) Σίφν. Τσί ἄδυσσε ἀχάε! (τί πολλὰ ἀχλάδια!) Τσακων. Ἄδυσσε ὕω (ἄφθονον ὕδωρ) αὐτόθ. Εἶναι ἄβυσσος αὐτὴ! (ἐπὶ φλυάρου γυναικὸς) Τρίκκ. Σκοτίδ᾿ ἄσσ᾿βος ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ᾿ ἀν. Ἡ χρῆσις τῆς λ. πρὸς δήλωσιν τῆς πλησμονῆς ὑδάτων καὶ παρὰ τοῖς μεταγν. Πβ. Ἡσύχ. «ἄβυσσος· πέρας οὐκ ἔχοντα ὕδατα, ἄπειρα, ἀκατάληπτα». β)Βάθος κρημνοῦ δυσθεώρητον, χάος Ζάκ. Τσακων. κ.ἀ.: Μὴν κατεβῇς ἀπ᾿ εὐτοῦ, γιˬατ᾿ εἶν᾿ ἄβυσσο Ζάκ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ζάκ. γ)Χάσμα ἐδάφους ΝΠολίτ. Παραδ. 2,702. Συνών. βουλιˬαγμένος τόπος. δ)Τὸ χάσμα, τὸ βάθος τοῦ στόματος Ἀπουλ. (Καλημ.): Ἄττον ἀβύσσο φαίνεται νῆς πάει οὐαίνοντα σὰ μία ἄρια συμπατία (ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ στόματός της φαίνεται νὰ βγαίνῃ σὰν ἕνα συμπαθὲς φύσημα). 2)Κόλασις Ρόδ. κ.ἀ. -ΚΠαλαμ. ἔνθ᾿ ἀν.: Νὰ πάγῃς ᾿ς τὰ ἄβυσσα! αὐτόθ. Ὤ, ποῦ νὰ πάρ᾿ ἡ ἄυσσα καὶ νὰ πετρώνεται! (ἡ ἄβυσσος νὰ δεχθῇ τὸν λόγον καὶ ἡ πέτρα νὰ καλύψῃ αὐτὸν! Λέγεται πρὸς ἐκεῖνον, τοῦ ὁποίου ἀποδοκιμάζομεν τοὺς λόγους) αὐτόθ.|| Ποίημ. Καὶ δὲν ξέρουμε πο͜ιὲς δύναμες καὶ πο͜ιᾶς ἄβυσσος δαιμόνοι, στρίγλες πο͜ιὲς ἀνταριαστῆκαν ΚΠαλαμ. ἔνθ᾿ ἀν. Ἡ σημ. αὕτη ἤδη μεταγν. Πβ. Λουκ. Εὐαγγ. 8,31 «καὶ παρεκάλουν αὐτὸν (ἐνν. τὰ δαιμόνια) ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA