ἀγριοζοχὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοζοχὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγριοζοχὸς ὁ, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. ζοχός.
Σημασιολογία
Ἀγριολαχανικὰ τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) 1) Ἑλμινθία ἡ ἐχινοειδὴς (helminthia ecninoïdes), ὁ τοῦ Διοσκορ. (2,158) ἄγριος καὶ ἀκανθώδης σόγχος καὶ ἡ τοῦ Θεοφρ. (Ἱστορ. Φυτ. 7,11,4) πικρίς. Πβ. ΠΓεννάδ. 303. Συνών. χοιροβότανο. 2) Οὐρόσπερμα τὸ πικριδιοειδὲς (urospermum picroides).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA