ἀβωλοκόπητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβωλοκόπητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβωλοκόπητος ἐπίθ. Σίφν. ἀβουλοκόπητος Σίφν. ἀσβωλοκόπητος Πελοπν. (Λακων.) ἀσβωλοκόπιστος Πελοπν. (Λακων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βωλοκοπῶ, παρ᾿ ὃ καὶ σβωλοκοπῶ. Τὸ ἀσβωλοκόπιστος ἐκ παρετυμ. πρὸς τὰ ἐκ τῶν εἰς –ίζω ρ. παραγόμενα.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν συνετρίβησαν οἱ βῶλοι, ἐπὶ ἀγροῦ ἔνθ᾿ ἀν.: Χωράφι ἀσβωλοκόπητο Λακων. Πβ. μεταγν. ἀβωλόκοπος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/