ἀγριοζώντανος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοζώντανος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγριοζώντανος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀγριοζώdανος Κεφαλλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν ἐπιθ. ἄγριος καὶ ζωντανός.

Σημασιολογία

1) Ὁ μήπω ἀποθανών, ἀλλ’ ἀναπνέων ἔτι, ὁ ἔτι ψυχορραγῶν (ἡ ψυχικὴ ταραχὴ τοῦ ἐκπνέοντος χαρακτηρίζεται ὡς ἀγριότης): ᾿Εbῆκα μέσα καὶ τὸν εὕρηκα ἀγριοζώdανο ἀκόμα. Τὸν ηὗραν βαρεˬὰ λαβωμένο καὶ ἤτανε ἀγριοζώdανος.Τοῦ τὴν ἔρριξε τοῦ σκύλλου, ἀλλὰ ἀκόμα εἶναι ἀγριοζώdανος (τὴν ἔρριξε: ἐνν. τὴν σφαῖραν). 2) Μεταφ. ὁ ἀκατάβλητος ὑπὸ τῶν τοῦ βίου δεινῶν: Σοῦ εἶναι ἕνας ἀγριοζώdανος! Συνών. ἑφτάψυχος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/