ἀδέλοιπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδέλοιπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδέλοιπος ἐπίθ. Κύθ. Κρήτ. (Σέλιν.) Σῦρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Εκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. δέλοιπος-δελοιπὸς. ’Ιδ. Μαχαιρ 78, 172 (ἔκδ. RDawkins) Πβ. Trinchera Syll. graec. membr. 204.

Σημασιολογία

Ὁ ἐπίλοιπος, ὑπόλοιπος ἔνθ’ ἀν.: Τ’ ἀδέλοιπα τὰ φέρνεις αὔριο Σῦρ. Συνών. ἀποδέλοιπος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/