ἄδεντρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄδεντρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄδεντρος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἄδεdρος Νάξ. (Βόθρ.) Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἄδενδρος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐστερημένος δένδρων, ἐπὶ τόπου ἔνθ’ ἀν.: Ἀδεdρος τόπος Βόθρ. Ἄδεdρο χωράφι Λακων. β) Ὁ μὴ ἔχων ὑπὸ τὴν κυριότητά του δένδρα Πελοπν. (Λακων.): Ἄδεdρος ἄνδρωπος γ) Ὁ ἄνευ τέκνων, ἀπογόνων Πελοπν. (Λακων.): Ἄδεdρο ἀdρόγυνο. 2) Ὁ μὴ ἐπιδεκτικὸς πρὸς καλλιέργειαν δένδρων, ἐπὶ ἀγροῦ Πελοπν. (Λακων.): Ἄδεdρο χωράφι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA