ἀδέξιος (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδέξιος (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδέξιος ἐπίθ. (ΙΙ) Πελοπν. (Λακων. Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. δέχομαι.
Σημασιολογία
1) Ἀλυτος, ἀδιάλυτος, ἐπὶ τοῦ κατὰ τὴν ἀνακομιδὴν εὑρεθέντος νεκροῦ ἀλύτου, ὡς μὴ γενομένου δεκτοῦ ὑπὸ τῆς γῆς κατὰ τὰς λαϊκὰς δοξασίας (πβ. φρ. δὲν τὸν δέχτηκε ἡ γῆ) Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Ἅμα κάμουνε ἀνακομιδὴ καὶ τόνε βροῦνε ἀδέξιˬονε, λένε ὅτι κεῖνος ἔβραζε σὰν τὸ κακκάβι Μάν. 2) Ἐπὶ κηροῦ, ἄλυτος, ἄτηκτος Πελοπν. (Λακων.) Συνών ἄλε͜ιωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA