ἀγριόκαιρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριόκαιρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγριόκαιρος ὁ, κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καῖ τοῦ οὐσ. καιρός.
Σημασιολογία
Θυελλώδης καιρός: Εἶναι ἕνας ἀγριόκαιρος, ποῦ δὲν μπορεῖ κἀνεὶς νὰ βγῇ ἀπὸ τὸ σπίτι του.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA