ἀγριόκαμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριόκαμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγριόκαμα τό, ἀμάρτ. ἀγρόκαμαν Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. κάμα. Διὰ τὸ α’ συνθετ. τοῦ τύπ. ἀγρόκαμαν πβ. ἄγρος παρὰ τὸ ἄγριος.
Σημασιολογία
Πολὺ μεγάλη καῦσις, κάψιμο, τὸ ὁποῖον ἀφανίζει τὰ πάντα χωρὶς ν’ ἀφίνῃ τίποτε. Συνων ἀγριοκάψιμο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA