ἀγουρογερνῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγουρογερνῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγουρογερνῶ Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων. κ.ἀ.) ἀγουρογερνάω Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων. κ.ἀ.) ἀgουρογερνοῦ Πελοπν. (Λακων.) ἀγουρογεράζω Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) – Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ ρ. γερνῶ.

Σημασιολογία

Ἀμτβ. γηράσκω ἀώρως, πρὸ τοῦ καιροῦ, ἐκ θλίψεων, δυστυχιῶν κττ. ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀγουρογέρασα, τί με τηρᾷς; Πελοπν. Μετβ. κάμνω τινὰ νὰ γηράσῃ πρὸ τοῦ καιροῦ Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.): Ἡ κακοτύχιˬα ἀγουρογερνάει τὸν ἄνθρωπο Λακων. Μ᾿ ἀγουρογέρασαν τὰ καμώματά σου Ἀρκαδ. || ᾎσμ. Ἡ Ἀμερικὴ μὲ γέλασε | καὶ μ᾿ ἀγουρογέρασε καὶ πάν μακρεˬὰ τὰ χρόνιˬα, | κλάφτε με, πουλλιˬὰ κιˬ ἀηδόνιˬα Πελοπν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/