ἀγουρογίγνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγουρογίγνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγουρογίνομαι Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεσσ. Μεσσήν. Τριφυλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ ρ. γίνομαι.
Σημασιολογία
1)Ἀναπτύσσομαι προώρως Πελοπν. (Ἀρκαδ.): Ἀγουρογίνηκε τὸ παιδί. 2)Ἐξ ἀώρου γίνομαι ὥριμος, ἐπὶ καρπῶν ἀώρων ἔτι συλλεγομένων, ἵνα ἀποτεθειμένοι που ἐπὶ χρόνον τινὰ ἢ καὶ διὰ τεχνητῶν μέσων ὡριμάσουν Πελοπν. (Μεσσ. Τριφυλ.) κ.ἀ.: Ἀγουρογινωμένο φροῦττο Τριφυλ. Ἀγουρόγινε τὸ καρπούζι καὶ δὲν εἶναι νόστιμο Μεσσ. Μετοχ. ἀγουρογινωμένος, ὁ ἄωρος ἔτι, ἐπὶ ἀποστήματος πρὸ τῆς ὥρας σχαθέντος Πελοπν. (Μεσσήν.): Τὸ πονίδι τὸ ἔσκισ᾿ ὁ γιˬατρὸς κ᾿ ἤτανε ἀγουρογινωμένο
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA