ἀδέρφι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδέρφι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀδέρφι τό, ἀδέλφιν Πόντ. (Κερασ.) ἀδέλφι πολλαχ. ἀδέρφι κοιν. ἀδέρφ’ βόρ. ἰδιώμ. ἀδρέφι Κέρκ. Κεφαλλ. κ.ἀ. ἀδέφι Βιθυν. (Κατιρ.) ἀέρφιν Κύπρ. ἀέρφι Σύμ. Χίος (Πυργ.) ἀγέρφιν Κύπρ. Πληθ. ἀέρκιˬα τά, Κύπρ. Χίος (Πυργ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀδέρφιον. Πβ. ἐπιγραφὴν Athen. Mitteil. 14 (1889) 246 «τῶν ἀδερφήων τὸ μνημῖον τῶτο». Τὸ ἀδέλφιν ἐν Ἐπαίν. γυναικ. 386, στ. 349 (ἔκδ. ΚΚrumbacher).

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀδελφὸς ἢ ἡ ἀδελφὴ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Εἴμεθα τρία ἀδέρφιˬα. Ἦρθε τ’ ἀδέρφι μου ἀπὸ τὴν ξενιτε͜ιὰ κοιν. || Παροιμ. Δυˬὸ ἀδέλφια μάλωναν καὶ δυˬὸ τρελλοὶ ἐχαίρονταν (μωροὶ οἱ πιστεύοντες ὅτι ἡ μεταξὺ ἀδελφῶν ἔρις εἶναι βαθεῖα καὶ διαρκεῖ ἐπὶ πολύ. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1, 303) ἐνιαχ. Γνωμ. Ἔχουν τ’ ἀdρόϋνα χολή, ἔχουν τ’ ἀδρέφιˬα μάχη, ἔχει καὶ μάννα μὲ παιδί, ὅσο νὰ bῇ καὶ νά βγῃ Κεφαλλ. Πο͜ιὰ σκύλλα μάννα τό ’λεγε, τ᾿ ἀδέλφιˬα δὲν πονε͜ιοῦνται; τ᾿ ἀδέρφια σκίζουν τὰ βουνὰ γιˬὰ νὰ συναντηθοῦνε Πελοπν. (Ἀργ.) Τ᾿ ἀδέρφιˬα ὅντας σμίγουνε, τραντάφυλλ’ ἀνοιμένα Πελοπν. || Αἴνιγμ. Τέσσερ’ ἀδέρφιˬα ἀγκαλιˬασμένα | ’ς ἕνα σεντούκι εἶναι κλεισμένα (καρύδι) Πελοπν. (Λακων.) || ᾎσμ. Τεῖ πὄν’ νἀ κλαίῃ ἡ μάννα της, ἂς κλαίῃ τ’ ἡ δική μου, τεῖ πὄν’ νὰ κλαι’ν τ᾿ ἀέρκιˬα της, ἄς κλαίν ταὶ τὰ δικά μου Κύπρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀδέρφι Μύκ. Τὰ πέντε Ἀδέρφιˬα Πελοπν. Σκῦρ. Ἐννεˬὰ Ἀδέρφιˬα Ἀκαρναν. Τὰ τρία τ᾽ Ἀδέρφιˬα Ἤπ. β) Τὸ ἕτερον πραγμάτων ἀποτελούντων ζεῦγος Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἔμ’να μ᾿ ἕνα τσαρού’, ἔχασα τ᾽ ἀδέρφ’ τ᾿. Ηὗρα τό ᾽να τσουράπ’, τώρᾳ ψάχνου γιˬὰ τ’ ἀδέρφ’ τ᾿. Ἔχασα τ᾿ ἀδέρφ’ ἀπ᾿ τοὺ σκ’λαρίκι μ᾿. Συνών. ταίρι. γ) Ὅμοιος, ἐπὶ προσώπων ἢ πραγμάτων Στερελλ. (Αἰτωλ): Ἀδέρφ’ ᾿ς τοὺ πιρπάτ’μα –’ς τοὺ πιˬόμα -᾿ς τ’ν τέχν’. Δὲν ἔχ’ ἀδέρφ’ ᾿ς τοὺ φαεῖ αὐτεῖνους. δ) Στέλεχος συμπεφυκὸς ἄλλῳ στελέχει, μάλιστα στάχυος Θεσσ. κ.ἀ. 2) Ὁ μετὰ τὴν ἔξοδον τοῦ ἐμβρύου κατὰ τὸν τοκετὸν ἀποκολληθεὶς καὶ ἐξαγόμενος πλακοῦς Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Δὲν ἔπεσε ἀκόμη τ᾿ ἀδέρφι καὶ ἡ γυναῖκα θὰ ὑποφέρῃ Κεφαλλ. || Φρ. Τὸν κοιτάει σὰν ἀδέρφι (ἀπεχθάνεται, μισεῖ αὐτόν. Ἡ φρ. ἐκ τῆς ἰδιότητος τοῦ πλακοῦντος νὰ ἐκθέσῃ τὴν λεχὼ εἰς κίνδυνον, ἂν μὴ καταπέσῃ ἐγκαίρως) Κεφαλλ. Συνών. ἀκόλουθο, ταίρι, ὕστερο. β) Ὁ ὀμφάλιος λῶρος Κεφαλλ. Παξ.: Ἅμα γεννήσῃ ἡ γυναῖκα, πρέπει νὰ κόψουνε ἀπὸ τὸ παιδὶ τ’ ἀδέρφι Παξ. 3) Φίλος, ἑταῖρος, συνήθως ἐν προσφωνήσει μετ᾿ ἀρθρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Ἰων. (Κρήν.) κ.ἀ.: Ποῦ πααι’νουμι, τ’ ἀδέρφ’! Ἀδριανούπ. Τί θὰ πάρουμι, τ᾿ ἀδέρφ’! αὐτόθ. Ἄκουι, βρὲ τ᾽ ἀδέρφ’, τί θὰ σὶ πῶ αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/