ἀδερφιˬακὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδερφιˬακὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀδερφιˬακὸς ἐπίθ. ἀδελφκὸς Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀδερφός.
Σημασιολογία
Ὁ προσήκων ἀδελφοῖς, ἀδελφικός: Ἀδελφκὸν ἀγάπ’ ἔ’ (ἀδελφικὴν ἀγάπην ἔχει) Χαλδ. Συνών. ἀδερφικός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA