ἀγουροδιˬωματάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγουροδιˬωματάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγουροδιˬωματάρις ὁ, ἀμάρτ. Οὐδ. ἀουροϊωματάρι Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ οὐσ. διˬωματάρις. Διὰ τὸν τύπ. τοῦ οὐδ. ἰδ. ΣΔεινάκ. ἐν Ἀφιερ. εἰς ΓΧατζιδ. 141.
Σημασιολογία
Ὁ κατ᾿ ἐξοχὴν ἔχων ἀγούρου διˬῶμα, ἤτοι νεανίου κομψότητα καὶ ἐμφάνισιν, κομψὸς νεανίας: ᾎσμ. Καλῶς το τ᾿ ἀρκοντόπουλλο, τ᾿ ἀουροϊωματάρι, τῆς χώρας τὸ καμάρωμα, τοῦ πύργου τὸ πρεπάι (πρεπάι=πρεπάδι, κόσμημα, στόλισμα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA