ἀδερφικὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδερφικὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀδερφικὰ ἐπίρρ. ἀδελφικὰ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀδερφικὰ σύνηθ. Θρᾴκ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀδερφικός.

Σημασιολογία

Δίκην ἀδελφῶν, ὥς προσήκει ἀδελφοῖς ἔνθ’ ἀν.: Ἀδερφικὰ ἐπεράσαμε, ὅταν ἐμέναμε ᾿ς τὸ ἴδιο σπίτι. Περνοῦμε ἀδερφικὰ σύνηθ. Ἀδερφικὰ ἂς συντώνωμε (ὁμιλῶμεν) Τραπ. || Φρ. Ἀδελφικὰ τὰ πράματα (ἂς κανονίσωμεν τὴν διαφοράν μας ἀδελφικῶς) Κερασ. || Ποίημ. Γιὰ ν᾿ ἀγκαλιάσῃ ἀδερφικὰ τὸν ἅγιˬο του τὸ φίλο ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2, 108 (ἔκδ. Μαρασλῆ). Συνών. *ἀδερφιˬακά, ἀδερφικᾶτα 1, ἀδερφωτικά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/