ἀγριοκαρυδεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγριοκαρυδεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀγριοκαρυδεˬὰ ἡ, Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ. τοῦ οὐσ. καρυδεˬά.
Σημασιολογία
Ὁ ἀΐλανθος τῶν κηπουρῶν τοῦ γένους τοῦ ἀϊλάνθου τῆς τάξεως τῶν ξανθοξυλωδῶν (xanthoxylaceae), ἀΐλαν θος ὁ ἀδενώδης (ailanthus glandulosa), μὲ ἄνθη δυσώδη. Συνών. βρομοκαρυδεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA