ἀδερφικᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδερφικᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδερφικᾶτος ἐπίθ. ἀμαρτ. ἀδελφικᾶτος ΑΛασκαράτ. Στιχουργ.2 41 ἀδιρφ’κᾶτους Μακεδ. (Καταφύγ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀδερφικὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ᾶτος.

Σημασιολογία

1) Ἀδελφικὸς ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Κάνει μὲ δαύτη ἡ ’δεσιμότητά του Χριστὸς ἀνέστη τόσο ἀδελφικᾶτο. 2) Οὐδ. πληθ. ἀδιρφ’κᾶτα οὐσ., τὰ κτήματα τὰ ἀνήκοντα εἰς τὸ σύνολον τῶν ἀδελφῶν Μακεδ. (Καταφύγ) Πβ. ἀδερφικός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/