ἀδερφικὸν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδερφικὸν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀδερφικὸν τό, Κύπρ. –ΔΛιπέρτ. Τζυπρ. τραγούδ. 40.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀδελφικόν. ᾿Ιδ. Δουκ. (λ. ἀδελφικός). Πβ. Λαογρ. 8 (1921/5) 317.
Σημασιολογία
᾿Επιληψία, σεληνιασμός Φρ. Ηὗρέν τον τὸ ἀδερφικόν του (συνών. φρ.: ηὗρεν τον τὸ καλὸν τοῦ Θεοῦ). || Ποίημ. Μιˬὰν νύχταν ᾿ς τὴν αὐλήν του, ποῦ πετάχτηκεν νὰ δῇ μὲν ποδκιˬαστῇ τὸ βονικόν του, ὅ,τι τ’ ἂν ἔτυεν, ἐσυντρομάχτηκεν, τ’ ἔθεν νὰ πάθῃ ταὶ τ᾿ ἀδερφικόν του (μὲν ποδκιˬαστῇ τὸ βονικὸν=μήπως περιπλεχθοῦν εἰς τὸ σχοινίον τὰ πόδια τοῦ ζῴου, ἔθεν=ἤθελεν) ΔΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA