ἀδερφικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀδερφικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀδερφικὸς ἐπίθ. ἀδελφικὸς Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀδερφικὸς κοιν. ἀδιρφ’κος Ἤπ. (Χουλιαρ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀδελφικός.

Σημασιολογία

1) Ὁ προσήκων ἢ ἀνήκων ἀδελφῷ ἤ ἀδελφοῖς κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀδερφικὸ φιλεῖ, ἀδερφικὴ ἀγάπη, ἀδερφικό σπίτι. Μᾶς ἔδειξε ἀδερφικὴν ἀγάπη κοιν. Εἴπαμ’ ἀτον λό ἀδελφικά, ἄμα ἐκεῖνος ᾿κ’ ἔκ’σε μας (τοῦ εἴπαμε λόγια ἀδελφικά, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν μᾶς ἤκουσε) Χαλδ. || Φρ. Τ᾿ ἀδερφικό φιλεῖ γλυκύτερ’ ἀπὸ τὸ μέλι Πελοπν. (Λακων.) 2) Οὐδ. πληθ. ἀδελφικὰ οὐσ., τὰ κτήματα τῶν ἀδελφῶν Πόντ. (Τραπ.) β) Ὁ οἶκος, ἡ γενεὰ τῶν ἀδελφῶν πολλαχ.: Πῆγ’ ἡ νύφ᾿ ’ς τ’ ἀδιρφ’κά τ᾿ς Χουλιαρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/