ἀγριοκατσίκα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγριοκατσίκα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀγριοκατσίκα ἡ, κοιν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄγριος καὶ τοῦ οὐσ. κατσίκα.

Σημασιολογία

1) Ἡ αἴξ ἡ ἀγρία (capra aegagrus) τῆς τάξεως τῶν διχήλων κοιν. Συνών. ἀγρίμι 2. 2) Ἡ ὑπὸ τῶν ἀρχ. ἀναφερομένη αἴξ ἀγρία, τεφρόχρους μὲ ἀνοικτὰ κέρατα, διαιτωμένη κατ’ ἀγέλας (πβ. ᾽Αριστοτ. Ζῴων ἱστορ. 10,6 <612a> Κρήτ. 3) Ἡ ἀγρία αἴξ (capella rupicapra) Θεσσ. Στερελλ. (Παρνασσ. Φθιῶτ. κ.ἀ.) Μεταφ ἐπὶ τοῦ δυσηνίου καὶ ἀκοινωνήτου. Συνών. ἀγριοκάτσικο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/