ἀγουροθάνατος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγουροθάνατος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγουροθάνατος ὁ, ἀμάρτ. ἀγ᾿ρουθάνατους Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὀν. ἄγουρος καὶ τοῦ οὐσ. θάνατος.

Σημασιολογία

Πρόωρος θάνατος, ὁ βίᾳ ἐπελθὼν θάνατος: Ἀγ᾿ρουθάνατου ἔκαμι αὐτὸς. Ἰδ. ἀρχ. ἐπίθ. ἀωροθάνατος. Πβ. IBekker Anecd. Graec. 24,22 «ὁ πρὸ τῆς καθηκούσης ὥρας ἀποθανὼν ἀνὴρ καὶ γυνή».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/